τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +nl:τράπεζα |
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
||
Γραμμή 30: | Γραμμή 30: | ||
* {{fr}} : {{τ|fr|banque}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|banque}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Bank}} |
* {{de}} : {{τ|de|Bank}} |
||
* {{da}} : {{τ|da|bank |
* {{da}} : {{τ|da|bank}} |
||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 07:02, 25 Μαΐου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα< *τρα (<τέτταρες) + πέζα (=πους)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
Μεταφράσεις
πιστωτικός οργανισμός
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τραπεζα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τράπεζα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τραπεζα».