étage: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: cs:étage
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt
Γραμμή 25: Γραμμή 25:
[[ja:étage]]
[[ja:étage]]
[[ko:étage]]
[[ko:étage]]
[[lt:étage]]
[[no:étage]]
[[no:étage]]
[[pl:étage]]
[[pl:étage]]

Αναθεώρηση της 17:53, 18 Ιουνίου 2011

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

étage < estage (=κατοικία) < Πρότυπο:ετυμ fro ester (=μένω, στέκομαι)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
étage étages

étage (fr) αρσενικό

  1. ο όροφος, το πάτωμα

Συγγενικά