ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis |
μ Bot: μεταγραφή μέσα στο πρότυπο της μετάφρασης |
||
Γραμμή 41: | Γραμμή 41: | ||
* {{de}} : {{τ|de|Brot}} |
* {{de}} : {{τ|de|Brot}} |
||
* {{da}} : {{τ|da|brød}} |
* {{da}} : {{τ|da|brød}} |
||
* {{he}} : {{τ|he|לחם}} |
* {{he}} : {{τ|he|לחם|tr=lekhem}} |
||
* {{eo}} : {{τ|eo|pano}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|pano}} |
||
* {{ja}} : {{τ|ja|パン|tr=pan}} |
* {{ja}} : {{τ|ja|パン|tr=pan}} |
Αναθεώρηση της 14:45, 3 Ιουλίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
γενική | του | ψωμιού | των | ψωμιών |
αιτιατική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
κλητική | ψωμί | ψωμιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ψωμί ουδέτερο
- είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται σε φούρνο, ο άρτος
- δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
- το μεροκάματο
- δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- ψωμί στη Βικιπαίδεια
- ψωμί στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις
ψωμί
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ψωμι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ψωμί'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ψωμι».