λαλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: fr:λαλιά |
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'καρδιά'|λαλι}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[λαλιά]] < [[λαλῶ]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[λαλιά]] < [[λαλῶ]] |
Αναθεώρηση της 14:26, 12 Ιουλίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαλιά | οι | λαλιές |
γενική | της | λαλιάς | των | λαλιών |
αιτιατική | τη | λαλιά | τις | λαλιές |
κλητική | λαλιά | λαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- λαλιά < αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ
Ουσιαστικό
λαλιά θηλυκό
- η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
- έχασε τη λαλιά του
- η γλώσσα
- η ελληνική λαλιά
Εκφράσεις
- χάνω τη λαλιά μου → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «λαλια'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'λαλιά'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «λαλια».