vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη li
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
[[lt:vieux]]
[[lt:vieux]]
[[lv:vieux]]
[[lv:vieux]]
[[mg:vieux]]
[[nl:vieux]]
[[nl:vieux]]
[[no:vieux]]
[[no:vieux]]

Αναθεώρηση της 15:38, 12 Σεπτεμβρίου 2011

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρικος
    un vieux loup - ένας γέρικος λύκος
  2. παλιός
    un vieil ami - ένας παλιός φίλος

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr)

  1. ο γέροςγριά)
    Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.