κοντός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
* (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό [[ανάστημα]]
* (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό [[ανάστημα]]
:: {{συνων}} ''δείτε πιο κάτω''
:: {{συνων}} [[μικρού αναστήματος]]
:: {{αντων}} [[ψηλός]]
:: {{αντων}} [[ψηλός]]
* (για αντικείμενο) που έχει μικρό [[ύψος]]
* (για αντικείμενο) που έχει μικρό [[ύψος]]

Αναθεώρηση της 18:20, 28 Σεπτεμβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοντός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

Επίθετο

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντός η κοντή το κοντό
      γενική του κοντού της κοντής του κοντού
    αιτιατική τον κοντό την κοντή το κοντό
     κλητική κοντέ κοντή κοντό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοί οι κοντές τα κοντά
      γενική των κοντών των κοντών των κοντών
    αιτιατική τους κοντούς τις κοντές τα κοντά
     κλητική κοντοί κοντές κοντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κοντός, -ή, -ό

  • (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
 συνώνυμα: μικρού αναστήματος
 αντώνυμα: ψηλός
  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
 αντώνυμα: ψηλός
  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
 συνώνυμα: βραχύς
 αντώνυμα: μακρύς

Εκφράσεις

  • κοντός ψαλμός αλληλούια: σύντομα θα αποδειχθεί ή θα γίνει αυτό που συζητάμε
  • λέω το κοντό (μου) και το μακρύ μου: λέω ό,τι μου κατέβει

Συγγενικά

Συνώνυμα

για άνθρωπο ή ζώο

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κοντός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοντός αρσενικό

  1. το κοντάρι

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «κοντοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κοντόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'κοντός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «κοντοσ».