mleko: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη gl
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
[[fr:mleko]]
[[fr:mleko]]
[[fy:mleko]]
[[fy:mleko]]
[[gl:mleko]]
[[hr:mleko]]
[[hr:mleko]]
[[hu:mleko]]
[[hu:mleko]]

Αναθεώρηση της 21:15, 24 Οκτωβρίου 2011

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

mleko (pl) ουδέτερο

  1. το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
    gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
    na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
  2. (μεταφορικά), (λόγιο) η ομίχλη

Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

mleko (sr)


Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

mleko (sl)