ἄρτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < ή από το ἀραρίσκω ή από το ἀρτύω και ἀρτύνω ή από πε...
 
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: fr, hr, hu, ru
Γραμμή 18: Γραμμή 18:


{{κλείδα ταξινόμησης|αρτοσ}}
{{κλείδα ταξινόμησης|αρτοσ}}

[[fr:ἄρτος]]
[[hr:ἄρτος]]
[[hu:ἄρτος]]
[[ru:ἄρτος]]

Αναθεώρηση της 19:31, 24 Δεκεμβρίου 2011

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄρτος < ή από το ἀραρίσκω ή από το ἀρτύω και ἀρτύνω ή από περσική λέξη αρ

Ουσιαστικό

ἄρτος αρσενικό

  1. αυτός που είναι από σιτάλευρο, ο "σιταλευρένιος", το ψωμί, το παρασκευασμένο (όχι ωμό) αλεύρι

Σύνθετα

  • ἄρτυμα (καρύκευμα, μυρωδικό)
  • ἄρτυσις (η προσθήκη καρυκευμάτων)
  • ἀρτοποιέω
  • ἀρτοποιός
  • ἀρτοκόπος ή ἀρτοπόπος
  • ἀρτοσιτέω (τρώω σιταρέρνιο άρτο σε αντιδιαστολή προς το αλφιτοσιτέω, τρώω κριθαρόψωμο)
  • ἀρτοφάγος


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αρτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ἄρτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ἄρτος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αρτοσ».