Νορβηγός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|Norvégien}}
* {{fr}} : {{τ|fr|Norvégien}}
* {{fr}} : {{τ|fr|Norvégienne}} (Νορβηγίδα)

<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
Γραμμή 31: Γραμμή 29:
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|noruego}}
* {{es}} : {{τ|es|noruego}}
* {{es}} : {{τ|es|noruega}}(Νορβηγίδα)
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
* {{ca}} : {{τ|ca|noruec}}
* {{ca}} : {{τ|ca|noruec}}
* {{ca}} : {{τ|ca|noruega}} (Νορβηγίδα)
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
* {{hr}} : {{τ|hr|norvég}}
{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
Γραμμή 45: Γραμμή 40:
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|norvég}}
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|Norweg}}
* {{pl}} : {{τ|pl|Norweg}}
* {{pl}} : {{τ|pl|Norweżka}} Νορβηγίδα
* {{pt}} : {{τ|pt|norueguês}}
* {{pt}} : {{τ|pt|norueguês}}
* {{pt}} : {{τ|pt|norueguesa}} Νορβηγίδα
* <!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|норвежец}}
* {{ru}} : {{τ|ru|норвежец}}
* {{ru}} : {{τ|ru|норвежка}} Νορβηγίδα
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 12:22, 26 Δεκεμβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Νορβηγός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

Νορβηγός αρσενικό, Νορβηγίδα θηλυκό

  1. Πρότυπο:εθν ο πολίτης της Νορβηγίας ή αυτός που κατάγεται από τη χώρα αυτή
  2. (ως επίθετο)
    οι Νορβηγοί ψαράδες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «νορβηγοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'νορβηγόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'Νορβηγός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «νορβηγοσ».