dépendance: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: mg:dépendance |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: es:dépendance |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
[[cs:dépendance]] |
[[cs:dépendance]] |
||
[[en:dépendance]] |
[[en:dépendance]] |
||
[[es:dépendance]] |
|||
[[fi:dépendance]] |
[[fi:dépendance]] |
||
[[fr:dépendance]] |
[[fr:dépendance]] |
Αναθεώρηση της 12:36, 14 Ιανουαρίου 2012
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
< dépendre
Ουσιαστικό
dépendance (fr) θηλυκό
- σύνδεση, εξάρτηση
- il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
- εθισμός, εξάρτηση
- dépendance physique et psychique à la morphine : φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
- εξάρτηση από κάποιον, υποταγή σε κάποιον
- être dans/sous la dépendance de quelqu'un : εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
- (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
- les dépendances' de l'hôtel οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου
Συγγενικά
Σύνθετα
Συγγενικά
σύνδεση, εξάρτηση
εθισμός, εξάρτηση
εξάρτηση από κάποιον
βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι