pęd: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: en:pęd, pl:pęd, sv:pęd
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη eu
Γραμμή 15: Γραμμή 15:


[[en:pęd]]
[[en:pęd]]
[[eu:pęd]]
[[pl:pęd]]
[[pl:pęd]]
[[sv:pęd]]
[[sv:pęd]]

Αναθεώρηση της 21:25, 6 Μαρτίου 2012

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

pęd (pl) αρσενικό

  1. η ορμή, η ταχύτητα, η φόρα
  2. Πρότυπο:βοτ το βλαστάρι
  3. Πρότυπο:φυσ η ορμή

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι