βόσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: en:βόσκω
Γραμμή 64: Γραμμή 64:


{{κλείδα ταξινόμησης|βοσκω}}
{{κλείδα ταξινόμησης|βοσκω}}

[[en:βόσκω]]

Αναθεώρηση της 23:09, 9 Μαρτίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βόσκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βόσκω

  1. (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
  2. μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)


Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «βοσκω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'βόσκω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «βοσκω».