walking: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-en-}}== ==={{μορφή ρήματος|en}}=== {{τ|en|{{PAGENAME}}}} # μετοχή ενεστώτα του ρήματος walk ==={{ουσιαστικό|en}... |
ποιος ο λογος για ακαταλαβιστικη λεξη οταν υπαρχει η σωστη ?? |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
==={{ουσιαστικό|en}}=== |
==={{ουσιαστικό|en}}=== |
||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} < [[ |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} < [[ουδέτερο]] του [[walk]] |
||
# το [[περπάτημα]] |
# το [[περπάτημα]] |
||
==={{επίθετο|en}}=== |
==={{επίθετο|en}}=== |
Αναθεώρηση της 09:44, 21 Μαΐου 2012
Αγγλικά (en)
Ρηματικός τύπος
walking (en)
Ουσιαστικό
walking (en) < ουδέτερο του walk
- το περπάτημα
Επίθετο
walking (en)
- περιπατητικός
- walking shoes
- με τα πόδια, πεζός
- walking tour
- ως παρομοίωση για κάτι εξαιρετικό ή μια ιδιότητα που κάποιος λογικά δεν μπορεί να έχει, ζωντανή απόδειξη
- walking miracle, walking dictionary (το αντίστοιχο της "κινητής βιβλιοθήκης")
Έκφραση o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου
- walking wounded (εκείνοι που σε ένα ατύχημα μπορούν να μετακινηθούν από το επικίνδυνο σημείο χωρίς συνδρομή άλλων)
- walking stick και walking cane (τα κουνούπια και άλλα έντομα, καθώς και το μπαστούνι, η ράβδος, η πατερίτσα)
- walking patient (ο περιπατητικός ασθενής)
- walking frame (η περπατούρα)
- walking fern (είδος φτέρης)