compassion: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 15: Γραμμή 15:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* {{βλ|compâtir}}
* {{βλ|compatir}}


[[en:compassion]]
[[en:compassion]]

Αναθεώρηση της 18:16, 9 Ιουλίου 2012

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

compassion (en)



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
compassion compassions

compassion (fr) θηλυκό

  1. συμπόνια

Συγγενικά

  • → δείτε τη λέξη compatir