ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
ετυμ,παραγ,συγγ |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ἐξαπλώνω]] < {{αρχ|ἐξαπλῶ}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
Γραμμή 11: | Γραμμή 11: | ||
# {{μτβ}} τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι |
# {{μτβ}} τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι |
||
# {{μτβ}} ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα |
# {{μτβ}} ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα |
||
===={{παράγωγα}}==== |
|||
* [[ξάπλα]] |
|||
* [[ξάπλωμα]] |
|||
* [[ξαπλώστρα]] |
|||
* [[ξαπλωτός]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
* [[ξαπλάρω]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 04:56, 19 Ιουλίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλῶ
Ρήμα
ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος
- (αμετάβατο) τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
- (αμετάβατο) πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
- θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
- (μεταβατικό) ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
Παράγωγα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξαπλωνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξαπλώνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξαπλωνω».