τρίτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
→‎{{ουσιαστικό|el}}: μεταφορά των θηλ. στο τρίτη
Γραμμή 80: Γραμμή 80:
# ο Μάρτιος (όταν διαβάζουμε ημερομηνία γραμμένη με αριθμητικά ψηφία)
# ο Μάρτιος (όταν διαβάζουμε ημερομηνία γραμμένη με αριθμητικά ψηφία)
#:''Το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 18/3'' (ανάγνωση:''δεκαοχτώ τρίτου'')
#:''Το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 18/3'' (ανάγνωση:''δεκαοχτώ τρίτου'')
# η τρίτη [[συμφωνία]] του Μπετόβεν, η «Ηρωική»
#:''Η '''Τρίτη''' είναι καλύτερη από την Ποιμενική''
# {{μαθ}} η τρίτη [[δύναμη]] ή ο [[κύβος]]
#:''Ύψωσε όλη την παράσταση στην '''τρίτη''' και υπολόγισε την τιμή της για x=3''
#ο τρίτος [[όροφος]] κτιρίου
#ο τρίτος [[όροφος]] κτιρίου
#:''Νομίζω μένουν στον '''τρίτο'''''
#:''Νομίζω μένουν στον '''τρίτο'''''
#θέση στο κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκινήτου
#:''Βάλε '''τρίτη''' γιατί με τη δευτέρα ζορίζεις τη μηχανή χωρίς λόγο''


{{κλείδα ταξινόμησης|τριτοσ}}
{{κλείδα ταξινόμησης|τριτοσ}}

Αναθεώρηση της 17:34, 20 Ιουλίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. τρίτος < αρχαία ελληνική τρίτος
  2. τρίτος (ουσ.) < : ουσιαστικοποίηση του αριθμητικού η οποία προέκυψε από την συχνή παράλειψη (ως ευκόλως εννοουμένου) του ουσιαστικού που προσδιοριζόταν από το αριθμητικό

Αριθμητικό

τρίτος, -η, -ο

  1. (τακτικό) που ακολουθεί τον δεύτερο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν τρία (3)
    ο τρίτος μήνας, η τρίτη φορά, ήρθε τρίτος

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • τρίτη και φαρμακερή: η τρίτη και τελευταία (καθοριστική) προσπάθεια ή ενέργεια
  • τρίτη ηλικία : οι ηλικιωμένοι
  • Τρίτος Κόσμος : οι πρώην αποικίες, αλλά και γενικά οι αγροτικές, φτωχές χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο
  • τρίτο πρόσωπο: άτομο που διαλύει ή απειλεί σχέση ζευγαριού
  • τρίτο πρόσωπο (ρήματος ή αντωνυμίας)
  • στους δύο τρίτος δεν χωρεί: κανείς δεν πρέπει να παρεμβαίνει στα προσωπικά ενός ζευγαριού
  • τρίτα ξαδέλφια: τα παιδιά των δεύτερων εξαδέλφων
  • τρίτη λύση: η μέση λύση ή κάποια νέα πρόταση που απεμπλέκει ένα πρόβλημα
  • τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

τρίτος αρσενικό τρίτη θηλυκό

  1. κάποιος που δεν εμπλέκεται άμεσα σε μια υπόθεση ή δεν έχει άμεση σχέση με κάποιο πρόσωπο
    Δε θα ήθελα να μεταφέρεις αυτά που σου είπα σε οποιονδήποτε τρίτο
    Αυτές είναι οφειλές προς τρίτους
  2. αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, ο τρίτος καπετάνιος ή ο τρίτος μηχανικός
    -Μην κάνεις του κεφαλιού σου. Ρώτα τον τρίτο
  3. ο Μάρτιος (όταν διαβάζουμε ημερομηνία γραμμένη με αριθμητικά ψηφία)
    Το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 18/3 (ανάγνωση:δεκαοχτώ τρίτου)
  4. ο τρίτος όροφος κτιρίου
    Νομίζω μένουν στον τρίτο

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τριτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τρίτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'τρίτος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τριτοσ».