επαγωγή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{ουσιαστικό|el}}: νομικός όρος: πιο συγκεκριμένος |
|||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
#: '''''επαγωγή''' στην υπνωτική διαδικασία'' |
#: '''''επαγωγή''' στην υπνωτική διαδικασία'' |
||
#: ''πολιτισμική '''επαγωγή''''' |
#: ''πολιτισμική '''επαγωγή''''' |
||
# {{νομ}} [[λήψη]] του [[αποτέλεσμα|αποτελέσματος]] μιας δικαστική [[ενέργεια|ενέργειας]] μέσω [[συμμετοχή|συμμετοχής]] σε αυτήν |
# {{νομ}} [[λήψη]] του [[αποτέλεσμα|αποτελέσματος]] μιας [[δικαστικός|δικαστική]] [[ενέργεια|ενέργειας]] μέσω [[συμμετοχή|συμμετοχής]] σε αυτήν |
||
#: '''''επαγωγή''' κληρονομιάς'' |
#: '''''επαγωγή''' κληρονομιάς'' |
||
# {{μαθ}} [[συμπέρασμα]] από [[ειδικότερος|ειδικότερες]] [[περίπτωση|περιπτώσεις]] για [[γενικότερος|γενικότερη]] |
# {{μαθ}} [[συμπέρασμα]] από [[ειδικότερος|ειδικότερες]] [[περίπτωση|περιπτώσεις]] για [[γενικότερος|γενικότερη]] |
Αναθεώρηση της 15:19, 14 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαγωγή | οι | επαγωγές |
γενική | της | επαγωγής | των | επαγωγών |
αιτιατική | την | επαγωγή | τις | επαγωγές |
κλητική | επαγωγή | επαγωγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- επαγωγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επαγωγή θηλυκό
- λήψη του αποτελέσματος μιας ενέργειας μέσω συμμετοχής σε αυτήν
- επαγωγή στην υπνωτική διαδικασία
- πολιτισμική επαγωγή
- Πρότυπο:νομ λήψη του αποτελέσματος μιας δικαστική ενέργειας μέσω συμμετοχής σε αυτήν
- επαγωγή κληρονομιάς
- Πρότυπο:μαθ συμπέρασμα από ειδικότερες περιπτώσεις για γενικότερη
- μαθηματική επαγωγή, τέλεια επαγωγή
- Πρότυπο:φυσ πρόκληση ηλεκτρικού ή μαγνητικού φαινομένου από ηλεκτρικό ή μαγνητικό φαινόμενο, υπάρχουν τρία είδη τέτοιας επαγωγής: η ηλεκτρική επαγωγή, η μαγνητική επαγωγή και η ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
- Πρότυπο:βιολ έκφραση γονιδίου με απουσία καταστολέα ή παρουσία επαγωγέα(πηγή)
- Πρότυπο:βιολ(συνεκδοχικά) πρόκληση βιολογικού φαινομένου εξ αιτίας κάποιας επαγωγής
- επαγωγή καρκίνου
- Πρότυπο:κοινωνιολογία ανταλλαγή στοιχείων
- πολιτιστική επαγωγή, νομική επαγωγή
Πολυλεκτικοί όροι
- επαγωγή όρκου
- επαγωγή κληρονομιάς
- επαγωγή κηδεμονίας
- επαγωγή επιτροπείας
- μαθηματική επαγωγή
- τέλεια επαγωγή
- ηλεκτρική επαγωγή
- μαγνητική επαγωγή
- ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
- αμοιβαία επαγωγή
- πολιτιστική επαγωγή
- νομική επαγωγή
Δείτε επίσης
Αντώνυμα
Ομώνυμα / Ομόηχα
Μεταφράσεις
επαγωγή
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «επαγωγη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'επαγωγή'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «επαγωγη».