public: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, αφαίρεση tl
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ku
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
[[kn:public]]
[[kn:public]]
[[ko:public]]
[[ko:public]]
[[ku:public]]
[[li:public]]
[[li:public]]
[[lo:public]]
[[lo:public]]

Αναθεώρηση της 12:25, 8 Δεκεμβρίου 2012

Αγγλικά (en)

Επίθετο

public (en)

  1. δημόσιος
  2. public opinion: η κοινή γνώμη

Ουσιαστικό

public (en)



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

public (fr) αρσενικό

le public était enthousiaste - το κοινό ήταν ενθουσιασμένο

Επίθετο

public (fr) αρσενικό ή θηλυκό

le secteur public - o δημόσιος τομέας

Εκφράσεις



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

public (ro)

  1. κοινό
    relații cu publicul - οι σχέσεις με το κοινό

Εκφράσεις