compte: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Compte μεταφέρθηκε στο compte: Converting page titles to lowercase
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 23:08, 22 Φεβρουαρίου 2006

Γαλλικά

Ουσιαστικό

Un compte, des comptes.

Ομόφωνα

le conte, le comte, il compte.

Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.

Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.

Συγγενικά

compter, comptabilité