volo: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
*[[πετώ]]
*[[πετώ]]
*: ''Verba '''volant''', scripta manent''
*: ''Verba '''volant''', scripta manent''
*::''Τα λόγια «'''πετούν'''», τα γραπτά (παρά)μένουν''
*::''Τα λόγια «'''πετούν'''», τα γραπτά (παρα)μένουν''


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 15:35, 3 Μαρτίου 2013

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
volo voli

volo (it)


Λατινικά (la)

Ετυμολογία 1

volo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welh₁-, συγγενές με το σανσκριτικό वृणीते (vṛṇīte, "προτιμώ") και το αρχαίο αγγλικό willan ("to will, wish, desire").

Ρήμα

volo

Ετυμολογία 2

volo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *uel, συγγενές με το volvo

Ρήμα

volo

  • πετώ
    Verba volant, scripta manent
    Τα λόγια «πετούν», τα γραπτά (παρα)μένουν

Κλίση