μήνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη sm
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη da
Γραμμή 99: Γραμμή 99:
[[az:μήνας]]
[[az:μήνας]]
[[cs:μήνας]]
[[cs:μήνας]]
[[da:μήνας]]
[[en:μήνας]]
[[en:μήνας]]
[[fi:μήνας]]
[[fi:μήνας]]

Αναθεώρηση της 02:16, 15 Μαρτίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μήνας οι μήνες
      γενική του/της μήνα των μηνών
    αιτιατική τον/τη μήνα τους/τις μήνες
     κλητική μήνα μήνες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μήνας < αρχαία ελληνική μήν < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mēnō-. Βλέπε και λατινικό mensis, πρωτογερμανικό *mēnan-, αγγλικά moon, month

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

μήνας αρσενικό

  1. περίοδος διαίρεσης του έτους, βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες.
Καλό μήνα! : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός.

Εκφράσεις

  • είναι στο μήνα της: λέγεται για έγκυο η οποία βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσήνης της
  • εννιά έχει ο μήνας: πλήρης αδιαφορία, πέρα βρέχει
  • μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: λέγεται για να δείξει μόνιμες μηνιαίες υποχρεώσεις ή αποδοχές
    τι ανάγκη έχεις εσύ; μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει παίρνεις τα νοίκια σου και είσαι οκέι
  • μήνας του μέλιτος
  • ο μήνας που θρέφει τους έντεκα:
  • το μήνα που δεν έχει Σάββατο: ποτέ

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μηνασ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μήνασ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'μήνας'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μηνασ».