τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Ανάκληση των αλλαγών 78.87.77.231 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot)
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
#:'''''τράπεζα''' προσφορών, Αγία '''Τράπεζα'''''
#:'''''τράπεζα''' προσφορών, Αγία '''Τράπεζα'''''
#πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
#πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
#:''οι [[καταθέσεις]] του στην '''τράπεζα''' εξανεμίστηκαν κατά τη [[διάρκεια]] του [[πολέμου]]''
#:''οι καταθέσεις του στην '''τράπεζα''' εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου''
# (''συνεκδοχικά'') το [[κτίριο]] που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
# (''συνεκδοχικά'') το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
#:''ο Γιάννης πετάχτηκε στην '''τράπεζα''' για κάτι δουλειές''
#:''ο Γιάννης πετάχτηκε στην '''τράπεζα''' για κάτι δουλειές''
#γενικότερα ένας [[τόπος]] όπου κατατίθενται προς φύλαξη [[υλικά]] ή άυλα αγαθά προκειμένου να [[είναι]] [[προσιτά]] σε [[μελλοντική]] ζήτηση
#γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις''
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις''



Αναθεώρηση της 13:54, 18 Μαΐου 2013

Δείτε επίσης: Τράπεζα, τραπέζι

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ώρα'

Ετυμολογία

τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα< *τρα (<τέτταρες) + πέζα (=πους)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

τράπεζα θηλυκό

  1. τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
    τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
  2. πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
    οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
  3. (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
    ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
  4. γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
    τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τραπεζα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τράπεζα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τραπεζα».