δοτική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 72: Γραμμή 72:
* {{θηλ του-πτώσειςΟΚεν|δοτικός}}
* {{θηλ του-πτώσειςΟΚεν|δοτικός}}


{{κλείδα ταξινόμησης|δοτικη}}


[[it:δοτική]]
[[it:δοτική]]

Αναθεώρηση της 14:01, 18 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοτική οι δοτικές
      γενική της δοτικής των δοτικών
    αιτιατική τη δοτική τις δοτικές
     κλητική δοτική δοτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοτική < αρχαία ελληνική δοτική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δοτικός < δίδωμι

Ουσιαστικό

δοτική θηλυκό

  1. η πτώση των ονομάτων που δηλώνει συνήθως το έμμεσο αντικείμενο, το πρόσωπο που δέχεται την ενέργεια του ρήματος
    στη φράση «δόξα τω Θεώ» έχουμε επιβίωση στα νέα ελληνικά μιας αρχαίας δοτικής
    με την αρχαία ελληνική δοτική ταυτίστηκαν οι αρχαιότερες πτώσεις της τοπικής και της οργανικής
    στα νέα ελληνικά η δοτική έχει δώσει τη θέση της σε εμπρόθετα με τις προθέσεις σε και με

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δοτική θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

δοτική θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δοτική θηλυκό