αμινοξύ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 115: | Γραμμή 115: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:αμινοξύ]] |
[[en:αμινοξύ]] |
Αναθεώρηση της 23:11, 20 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αμινοξύ ουδέτερο, (πληθυντικός: αμινοξέα)
- Οποιαδήποτε οργανική ένωση περιέχει μία ή περισσότερες αμινομάδες (-ΝΗ2) και ένα ή περισσότερα καρβοξύλια (-COOH). Διακρίνονται σε α-αμινοξέα, β-αμινοξέα, γ-αμινοξέα κ.ο.κ. ανάλογα με το σε ποιό άτομο άνθρακα -μετά το καρβοξύλιο- βρίσκεται η αμινομάδα. Τα α-αμινοξέα (δηλαδή αυτά που έχουν την αμινομάδα και το καρβοξύλιο στο ίδιο άτομο άνθρακα) αποτελούν τα δομικά συστατικά των πρωτεϊνών. Διακρίνονται σε απαραίτητα αμινοξέα και σε μη απαραίτητα αμινοξέα.
Δείτε επίσης
- αλανίνη
- αργινίνη
- ασπαραγίνη
- ασπαραγινικό οξύ
- βαλίνη
- γλουταμίνη
- γλουταμινικό οξύ
- γλυκίνη
- θρεονίνη
- ισολευκίνη
- ιστιδίνη
- κυστεΐνη
- λευκίνη
- λυσίνη
- μεθειονίνη
- προλίνη
- σερίνη
- τυροσίνη
- τρυπτοφάνη
- φαινυλαλανίνη
Μεταφράσεις
αμινοξύ