αποσύνδεση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 110: Γραμμή 110:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|αποσυνδεση}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 00:58, 21 Μαΐου 2013

Δείτε επίσης: αποσύνθεση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσύνδεση οι αποσυνδέσεις
      γενική της αποσύνδεσης* των αποσυνδέσεων
    αιτιατική την αποσύνδεση τις αποσυνδέσεις
     κλητική αποσύνδεση αποσυνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσύνδεση < απο- + σύνδεση

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αποσύνδεση θηλυκό

  1. ο διαχωρισμός στοιχείων που ήταν πριν συνδεδεμένα
    Η αποσύνδεση του ασθενή από το τεχνητό νεφρό ήταν επιτυχής
  2. Πρότυπο:πληροφ η διακοπή της σύνδεσης με άλλον υπολογιστή

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις