γενίκευση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|γενικευση}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 03:21, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γενίκευση < γενικεύω / γενικεύομαι

Ουσιαστικό

γενίκευση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γενικεύω
    οι γενικεύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος
  2. το να γενικεύεται κάτι, η εξάπλωση
    το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη γενίκευση των εχθροπραξιών


Μεταφράσεις