δοσοληψία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|δοσοληψια}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:δοσοληψία]]
[[en:δοσοληψία]]

Αναθεώρηση της 05:15, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ώρα'

Ετυμολογία

δοσοληψία < ελληνιστική < δοσο- (αρχαία ελληνική δόσις) + -ληψία (< αρχαία ελληνική λῆψις)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

δοσοληψία θηλυκό

  1. η ανταλλαγή προϊόντος και χρημάτων
     συνώνυμα: αλισβερίσι, νταραβέρι, πάρε δώσε, συναλλαγή
  2. πληθυντικός: οι αμοιβαίες σχέσεις κι επαφές· λέγεται, κυρίως, με αρνητική σημασία
    είχε δοσοληψίες με αναρχικές ομάδες

Μεταφράσεις