δουλίτσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 05:16, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
δουλίτσα θηλυκό
- δουλειά, κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
- έχω να κάνω κάτι δουλίτσες αύριο στο κέντρο
- (οικείο) δουλειά, εργασία
- κοίτα να βρεις καμιά δουλίτσα, ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;
Μεταφράσεις
δουλίτσα
|