ενεστώτας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 109.157.148.55 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Xoristzatziki)
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 63: Γραμμή 63:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ενεστωτασ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[pl:ενεστώτας]]
[[pl:ενεστώτας]]

Αναθεώρηση της 06:30, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενεστώτας < αρχαία ελληνική ἐνεστώς

Ουσιαστικό

ενεστώτας αρσενικό

  1. χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει κάτι που γίνεται στο παρόν ή γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
η ώρα είναι οκτώ
ταξιδεύω συχνά στο εξωτερικό για δουλειές
  1. χρόνος που μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον
το τρένο φεύγει στις 8

Πολυλεκτικοί όροι

  • ιστορικός ενεστώτας: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το παρελθόν, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα

Μεταφράσεις