καινοτόμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μ Ανάκληση των αλλαγών 178.128.128.10 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flyax) |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 09:32, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καινοτόμος < αρχαία ελληνική < καινός + τομ- (τέμνω, τομή)
Επίθετο
καινοτόμος, -α/-ος, -ο αρσενικό
- που καινοτομεί, που εισάγει μια καινοτομία, νεωτεριστικός
- καινοτόμες μεταρρυθμίσεις
Ουσιαστικό
καινοτόμος αρσενικό
Μεταφράσεις
καινοτόμος
|