κοντός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 124: | Γραμμή 124: | ||
# το [[κοντάρι]] |
# το [[κοντάρι]] |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:κοντός]] |
[[en:κοντός]] |
Αναθεώρηση της 11:51, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοντός < αρχαία ελληνική κοντός (κοντάρι)
Ουσιαστικό
κοντός αρσενικό
- το κοντάρι
Πολυλεκτικοί όροι
Επίθετο
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοντός | η | κοντή | το | κοντό |
γενική | του | κοντού | της | κοντής | του | κοντού |
αιτιατική | τον | κοντό | την | κοντή | το | κοντό |
κλητική | κοντέ | κοντή | κοντό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοντοί | οι | κοντές | τα | κοντά |
γενική | των | κοντών | των | κοντών | των | κοντών |
αιτιατική | τους | κοντούς | τις | κοντές | τα | κοντά |
κλητική | κοντοί | κοντές | κοντά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κοντός, -ή, -ό
- (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
- (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
- (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
Εκφράσεις
- κοντός ψαλμός αλληλούια: σύντομα θα αποδειχθεί ή θα γίνει αυτό που συζητάμε
- λέω το κοντό (μου) και το μακρύ μου: λέω ό,τι μου κατέβει
Συγγενικά
Συνώνυμα
για άνθρωπο ή ζώο
Μεταφράσεις
άνθρωπος με μικρό ανάστημα
αντικείμενο με μικρό μήκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κοντός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κοντός αρσενικό
- το κοντάρι