λαλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|λαλια}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:λαλιά]]
[[en:λαλιά]]

Αναθεώρηση της 13:03, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαλιά οι λαλιές
      γενική της λαλιάς των λαλιών
    αιτιατική τη λαλιά τις λαλιές
     κλητική λαλιά λαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαλιά < αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ

Ουσιαστικό

λαλιά θηλυκό

  1. η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
    έχασε τη λαλιά του
  2. η γλώσσα
    η ελληνική λαλιά

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις