αβάγιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλίση, μορφοποίηση
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 85: Γραμμή 85:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|αβαγιστοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 19:52, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάγιστος η αβάγιστη το αβάγιστο
      γενική του αβάγιστου της αβάγιστης του αβάγιστου
    αιτιατική τον αβάγιστο την αβάγιστη το αβάγιστο
     κλητική αβάγιστε αβάγιστη αβάγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάγιστοι οι αβάγιστες τα αβάγιστα
      γενική των αβάγιστων των αβάγιστων των αβάγιστων
    αιτιατική τους αβάγιστους τις αβάγιστες τα αβάγιστα
     κλητική αβάγιστοι αβάγιστες αβάγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβάγιστος < από το α- στερητικό και το βαγίζω

Επίθετο

αβάγιστος, -η, -ο

  1. άκαμπτος, αλύγιστος
  2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος


Μεταφράσεις