εκ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: en:εκ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 111: | Γραμμή 111: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:εκ]] |
[[en:εκ]] |
Αναθεώρηση της 22:01, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκ < αρχαία ελληνική ἐκ
Πρόθεση
εκ ή (πριν από φωνήεν) εξ
- (λόγιο) συντάσσεται με γενική και δηλώνει:
- χρόνο
- το ήξερα εκ των προτέρων (= από πριν)
- προέλευση από ένα τόπο
- παραλάβαμε ένα δέμα εκ Παρισίων (= από το Παρίσι)
- τρόπο
- τα λες αυτά εκ του ασφαλούς
- αιτία
- συμβιβάστηκα εξ ανάγκης (= από ανάγκη)
- το διαιρεμένο σύνολο
- έλάχιστοι διορίστηκαν τελικά εκ των χιλιάδων υποψηφίων
- χρόνο
Συγγενικά
Εκφράσεις
- εκ των προτέρων / εκ των υστέρων: από πριν, εγκαίρως / μετά (από κάτι), όταν είναι πια αργά
- ως εκ θαύματος: σαν από θαύμα
- εκ πρώτης όψεως: με την πρώτη ματιά
- εκ διαμέτρου αντίθετος: εντελώς αντίθετος
Συνώνυμα
- από (+ αιτιατική)