ανέραστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 22:47, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανέραστος < ελληνιστική ἀνἐραστος < α- + ἐράω-ἐρῶ
Επίθετο
ανέραστος, -η, -ο
- αυτός που δεν ερωτεύεται, που ζει χωρίς έρωτα στη ζωή του
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανέραστος
|