ανυποψίαστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAGENAME στις ετυμολογίες (13) |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 22:54, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανυποψίαστος < ρηματικό επίθετο από το στερητικό αν- και το ρήμα υποψιάζομαι
Επίθετο
ανυποψίαστος
- που δεν υποψιάζεται ότι κάτι έχει ή πρόκειται να συμβεί
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανυποψίαστος