ζόρικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 48: Γραμμή 48:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ζορικοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 00:16, 22 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζόρικος < ζόρι + -ικος

Επίθετο

ζόρικος, -η, -ο

  1. δύσκολος, που χρειάζεται προσπάθεια ή δύναμη για να αντιμετωπιστεί
    ζόρικα προβλήματα, ζόρικοι καιροί
  2. (για άνθρωπο) που ζορίζει τους άλλους, νταής, απειλητικός, εκφοβιστικός
  3. (για ανθρώπινη ενέργεια) που ταιριάζει σε κάποιον νταή

Συνώνυμα


Μεταφράσεις