μεσαίος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 01:00, 22 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεσαίος < αρχαία ελληνική μεσαῖος
Επίθετο
μεσαίος -α -ο αρσενικό
- που βρίσκεται στη μέση ενός πράγματος
- ο ποδοσφαιριστής πέρασε τη μεσαία γραμμή του γηπέδου
- που βρίσκεται στη μέση ενός συνόλου, μιας ακολουθίας ή μιας αξιολογικής κλίμακας
- που δεν ανήκει ούτε στις ανώτερες ούτε στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις
- η μεσαία τάξη, τα μεσαία στρώματα
- που τοποθετείται πολιτικά στο κέντρο
- ο μεσαίος χώρος