παρένθετος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ορ
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|παρενθετοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 01:39, 22 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρένθετος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

παρένθετος

  1. που παρεμβάλλεται, που μπαίνει κάπου ανάμεσα
  2. Πρότυπο:γλωσσ που βρίσκεται ανάμεσα σε παρενθέσεις
    Συνώνυμα παρενθετικός
  3. (ειδικότερα) (θηλυκό) που κυοφορεί βρέφος το οποίο προορίζεται για άλλο ζευγάρι ή που αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία

Μεταφράσεις