ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{μεταφράσεις}}: μερικός χωρισμός μεταφράσεων
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 76: Γραμμή 76:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ξαπλωνω}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[fr:ξαπλώνω]]
[[fr:ξαπλώνω]]

Αναθεώρηση της 21:14, 22 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλῶ

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
  2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
    θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
  2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις