εργαζόμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: en:εργαζόμενος
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 56: Γραμμή 56:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|εργαζομενοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:εργαζόμενος]]
[[en:εργαζόμενος]]

Αναθεώρηση της 05:03, 23 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'εργαζόμενος'

Ετυμολογία

εργαζόμενος < μετοχή ενεστώτα του εργάζομαι

Μετοχή

εργαζόμενος -η -ο

  1. που εργάζεται
  2. (ως ουσιαστικό) αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο εργάτης ή ο υπάλληλος

Μεταφράσεις