βασανισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 93: | Γραμμή 93: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 07:41, 23 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βασανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βασανίζω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
βασανισμένος -η -ο
- που έχει υποστεί βασανιστήρια
- που έχει περάσει πολλά βάσανα στη ζωή του
Μεταφράσεις
βασανισμένος
|