βόσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 63: Γραμμή 63:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|βοσκω}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:βόσκω]]
[[en:βόσκω]]

Αναθεώρηση της 12:17, 23 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βόσκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βόσκω

  1. (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
  2. μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)


Συγγενικά

Μεταφράσεις