κυριαρχημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 93: | Γραμμή 93: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
{{κλείδα ταξινόμησης|κυριαρχημενοσ}} |
Αναθεώρηση της 04:04, 24 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυριαρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυριαρχώ
Μετοχή
κυριαρχημένος, -η, -ο
- (για έντονα αισθήματα) που έχει κυριαρχηθεί από κάτι, που δεν μπορεί να αντισταθεί σε κάτι
- ήταν κυριαρχημένος από θυμό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κυριαρχημένος
|