νίτρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμ,2ορ,ΒΠ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 95: | Γραμμή 95: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 18:47, 24 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νίτρο < αρχαία ελληνική νίτρον
Ουσιαστικό
νίτρο ουδέτερο
- κοινή ονομασία των νιτρικών αλάτων, των αλκαλίων και των γαιαλκαλίων, κυρίως όμως του νιτρικού καλίου και του νιτρικού νατρίου
- (ειδικότερα) τα καυστικά διαλύματα των νιτρικών αλάτων, αλκαλίων ή γαιαλκαλίων
- (αργκό) μείγμα οξειδίων του αζώτου που βελτιώνει την καύση των οχημάτων
- Βάλ'του νίτρο, θέλω να πάω με χίλια απόψε.
Δείτε επίσης
- νίτρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
νίτρο
|