φασκελώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < φασκελώνω < σφακελώνω < σφάκελο < σφάκελος ==={{ρήμα}}=== '''{{P...
 
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 99: Γραμμή 99:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|φασκελωνω}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 21:11, 24 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φασκελώνομαι < φασκελώνω < σφακελώνω < σφάκελο < σφάκελος

Ρήμα o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου

φασκελώνομαι

  1. ρίχνω στον εαυτό μου μούτζα, μου δίνω ένα φάσκελο, ασκώ κάπως ακραία αυτοκριτική για ένα λαθος μου χρησιμοποιώντας την αντίστοιχη λαϊκή υβριστική χειρονομία

Συνώνυμα

Συγγενικά




Μεταφράσεις