ψήνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μερικ μορφοπ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[fj:ψήνομαι]] |
[[fj:ψήνομαι]] |
Αναθεώρηση της 00:53, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψήνομαι < παθητική φωνή του ψήνω
Ρήμα
ψήνομαι, πρτ.: ψηνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηθώ, αόρ.: ψήθηκα, μτχ.π.π.: ψημένος
- για φαγητό που ετοιμάζεται στο φούρνο ή στα κάρβουνα
- το φαγητό ψήνεται στους 200 βαθμούς για δύο ώρες
- (μεταφορικά) με ζεσταίνει υπερβολικά κάτι
- οι οικοδόμοι ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο
- (κατ’ επέκταση) έχω υπερβολικά μεγάλη θερμοκρασία σώματος
- ψήνομαι στον πυρετό
- σκέφτομαι να κάνω κάτι
- ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή
Μεταφράσεις
ψήνομαι
|