ψηφίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
grc
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 71: Γραμμή 71:
# (''με απαρέμφατο'') αποφασίζω
# (''με απαρέμφατο'') αποφασίζω
# (''με αιτιατική και δοτική'') παραχωρώ με την ψήφο μου κάτι σε κάποιον
# (''με αιτιατική και δοτική'') παραχωρώ με την ψήφο μου κάτι σε κάποιον
# (''παθητική φωνή'') αποφασίζεται για εμένα (κάτι) με ψηφοφορία
# (''παθητική φωνή'') αποφασίζεται για εμένα (κάτι) με ψηφοφορία


{{κλείδα ταξινόμησης|ψηφιζομαι}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 01:10, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψηφίζομαι < παθητική φωνή του ψηφίζω

Ρήμα

ψηφίζομαι, πρτ.: ψηφιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηφιστώ, αόρ.: ψηφίστηκα, μτχ.π.π.: ψηφισμένος

  1. με ψηφίζουν


Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψηφίζομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψηφίζομαι

  1. ψηφίζω, ρίχνω την ψήφο μου
  2. (με αιτιατική) ψηφίζω κάποιον
  3. (με απαρέμφατο) αποφασίζω
  4. (με αιτιατική και δοτική) παραχωρώ με την ψήφο μου κάτι σε κάποιον
  5. (παθητική φωνή) αποφασίζεται για εμένα (κάτι) με ψηφοφορία