ψωμίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 57: Γραμμή 57:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ψωμιζω}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 01:30, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψωμίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψωμίζω

  1. ταΐζω κάποιον με ψωμί

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις