ταϊλανδικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAGENAME στις ετυμολογίες (2) |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[nl:ταϊλανδικά]] |
[[nl:ταϊλανδικά]] |
Αναθεώρηση της 08:43, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταϊλανδικά < από το επίθετο ταϊλανδικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου.
Ουσιαστικό
ταϊλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- Η ταϊλανδική γλώσσα, η γλώσσα που μιλιέται στην Ταϊλάνδη.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ταϊλανδικά
|